Οι επιλογές του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου και οι σχέσεις τους με τα Βαλκάνια και την Ελλάδα (Πηγή: Σπύρος Τζόκας, "Η επιβολή του διεθνούς οικονομικού ελέγχου στην Ελλάδα", περιοδικό Ιστορικά της εφημ. Ελευθεροτυπία 4/11/1999, σ. 43):

 

Οι βαλκανικές χώρες ήταν από αυτές που δέχθηκαν το ξένο κεφάλαιο, το οποίο είχε διεισδύσει ελάχιστα σε αυτές στις προηγούμενες δεκαετίες. Στόχος των νέων αυτών αναπτυσσόμενων χωρών, μετά την επίτευξη της εθνικής τους ανεξαρτησίας, ήταν η εξασφάλιση κεφαλαίων, ώστε να συντηρήσουν τη γραφειοκρατία, να συγκροτήσουν ισχυρό στρατό και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τον εκσυγχρονισμό τους. Η εξαγωγή, συνεπώς, των κεφαλαίων από τις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης προς τις ασθενείς της περιφέρειας υπαγορεύθηκε από μια αμφίδρομη συνθήκη, την ανάγκη και την πίεση των Ευρωπαίων κεφαλαιούχων να αναζητήσουν κερδοφόρες αγορές έξω από τα σύνορα των χωρών τους και την άμεση ανάγκη κεφαλαίων που είχαν οι χώρες της περιφέρειας για να στηρίζουν τα οικονομικά τους προγράμματα και να βαδίσουν στην επιδιωκόμενη ανάπτυξη.

Η στροφή αυτή στις επιλογές του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου έγινε αισθητή και στην Ελλάδα, με τη μορφή κυρίως των εξωτερικών δανείων και ελάχιστα με τη μορφή των άμεσων επενδύσεων. Η Ελλάδα απέκτησε πρόσβαση στα διεθνή χρηματιστήρια μετά το διακανονισμό του χρέους της, το 1878, το οποίο την είχε αποκλείσει από αυτά επί πέντε σχεδόν δεκαετίες. Η εισροή κεφαλαίου στην Ελλάδα ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Από το 1879 ως το 1893, έτος της πτώχευσης, συνήφθησαν επτά εξωτερικά δάνεια, των οποίων το ονομαστικό κεφάλαιο ανερχόταν στα 630.000.000 φράγκα το δε πραγματικό μειωνόταν στα 460.000.000 φράγκα, ποσό που αντιπροσώπευε το 72% περίπου του αρχικού (ονομαστικού) κεφαλαίου. Έτσι, το 1893, όταν το ελληνικό κράτος πτώχευσε, το δημόσιο χρέος είχε ανέλθει σε υψηλά επίπεδα και αναλυόταν ως εξής: α) εξωτερικό χρέος: 585.400.000 φράγκα, β) εσωτερικό χρέος: 66.400.000 φράγκα και γ) κυμαινόμενο χρέος: 102.000.000 δρχ.