Απόσπασμα από το άρθρο του Μιχαλη Τσαπογα "Οι τύχες της Ευρώπης σε ένα νομικό κείμενο" στο Περιοδικό Ιστορικά της εφημερίδας Ελευθεροτυπια, 21/9/2000, σ. 38-39.

 

Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης στηρίζεται σε μία σειρά θεμελιωδών αρχών. Ορισμένες από τις αρχές αυτές συμμερίζονταν ήδη, με επουσιώδεις αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες, τα περισσότερα ευρωπαϊκά Συντάγματα της εποχής. Ωστόσο, η νομοτεχνική ποιότητα του συγκεκριμένου συνταγματικού κειμένου και το υψηλό κύρος της γερμανικής νομικής επιστήμης συνέβαλαν στο να θεωρηθεί το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, αμέσως μόλις τέθηκε σε ισχύ, πρότυπο επεξεργασίας, εξειδίκευσης και καθιέρωσης των αρχών αυτών.

Η αρχή της αβασίλευτης δημοκρατίας (Republik), σε συνδυασμό με τη λαϊκή κυριαρχία, καλλιεργήθηκε ως η μέση οδός μεταξύ των πολιτειακών παραδόσεων της γερμανικής αστικής τάξης και των κοινωνικών αξιώσεων των επαναστατικών συμβουλίων. Αποτελούσε, άλλωστε, το μόνο θέμα που δεν διακυβευόταν καν μέσα στην Εθνοσυνέλευση, αφού είχε επιλυθεί προκριματικά. Η μοναδική πτυχή της λαϊκής κυριαρχίας, που αφέθηκε στην τύχη της Εθνοσυνέλευσης, ήταν η προστασία της από τη νοσταλγία της μοναρχίας, που κυριαρχούσε ακόμη στη δημόσια διοίκηση και το στρατό. Στο όνομα της συνέχειας και της αποτελεσματικότητας του κράτους, επελέγη η συμβιβαστική λύση.

Το κοινοβουλευτικό σύστημα, καρπός σταδιακής εξέλιξης συνταγματικού εθίμου, αποκρυσταλλώθηκε στην ισορροπία μεταξύ της Ομοσπονδιακής Βουλής (Reichstag), εκλεγόμενης με αναλογικό σύστημα (άρθρο 22) και του ισότιμα νομιμοποιημένου, άμεσα εκλεγόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας (Reichstagpraesident). Η κυβέρνηση (Reichstagregierung) διορίζεται από τον Πρόεδρο, εξαρτάται όμως από την εμπιστοσύνη της Ομοσπονδιακής Βουλής (άρθρα 53-54). Ο καγκελάριος (Reichskanzler) διακρίνεται από τα μέλη της κυβέρνησής του, ανυψούμενος σε ρυθμιστή των πολιτικών κατευθύνσεων του κράτους (άρθρο 56). Κληρονομώντας μία αρμοδιότητα - κλειδί από τον αυτοκράτορα προκάτοχό του, ο Πρόεδρος μπορεί να διαλύει την Ομοσπονδιακή Βουλή (άρθρο 25). Σε μία προσπάθεια μετριασμού της παντοδυναμίας της Βουλής, το επαναστατικό πνεύμα των ημερών της ψήφισης του Συντάγματος επιβιώνει με την καθιέρωση της λαϊκής πρωτοβουλίας για το νομοθετικό δημοψήφισμα (Volksentschied, άρθρο 73).

Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, κατ΄ εξοχήν δημιούργημα της γερμανικής πολιτειολογικής σκέψης, συνέδεσε τις φιλελεύθερες κατακτήσεις του προηγούμενου αιώνα με την ανάγκη εγγυήσεων κοινωνικής αλληλεγγύης. Ο κλασικός κατάλογος ατομικών δικαιωμάτων εμπλουτίζεται με την ισότητα των φύλων, την κατάργηση των προνομίων της αριστοκρατίας στο πεδίο του δημοσίου δικαίου (άρθρο 109) και την εγγύηση της συνταγματικής και διοικητικής δικαιοσύνης (άρθρα 19, 107). Στα ατομικά δικαιώματα προστίθεται, όμως, ένα πρωτοποριακό πλέγμα διατάξεων που εισάγουν αγώγιμες κοινωνικές αξιώσεις, υποχρεωτική σύμπραξη των εργατικών συμβουλίων στη χάραξη οικονομικής πολιτικής (άρθρο 165) και, το κυριότερο, ουσιαστικές δεσμεύσεις της οικονομικής ελευθερίας υπέρ της οικονομικής ευημερίας, που βρίσκουν τη ρητορική τους κορύφωση σε μία φράση μνημειώδους λακωνικότητας (άρθρο 153): "Eigentum verpflichtet", η ιδιοκτησία γεννά υποχρεώσεις. Προστίθενται επίσης σπέρματα κοινωνικού παρεμβατισμού σε παραδοσιακά στεγανά, όπως η οικογένεια (άρθρο 119) και η εκπαίδευση (άρθρο 143 και επόμενα).

Τέλος, η αρχή της ομοσπονδιακής δομής με ενιαία κυριαρχία επέλυσε το χρόνιο πρόβλημα της σύγκρουσης ανάμεσα στην ενιαία εθνική συνείδηση και την πολιτειακή παράδοση κατακερματισμού. Πυρήνας της αρχής αυτής είναι η ρύθμιση για την "αρμοδιότητα της αρμοδιότητας" (Kompetenz - Kompetenz, άρθρο 76), βάσει της οποίας η Ομοσπονδία διατηρεί την αρμοδιότητα να προσδιορίζει κυριαρχικά τις δικές της αρμοδιότητες σε σχέση με τις ομόσπονδες χώρες. Αντίστοιχος είναι ο δραματικός περιορισμός των αρμοδιοτήτων του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου (Reichsrat), το οποίο απαρτίζουν εκπρόσωποι των κυβερνήσεων των ομοσπόνδων χωρών.