ΚΕΙΜΕΝΟ 1

 

ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ

ΑΡΘΡΟ 9

Η ακίνητος, αγροτική ή αστική περιουσία, η ανήκουσα εις τους μετανάστας, εις τας εν τω άρθρω 9 αναφερόμενας κοινότητας, ως και η παρά των μεταναστών ή των κοινοτήτων εγκαταλειπομένη κινητή περιουσία θέλουσιν εκκαθαρισθή συμφώνως προς τα κατωτέρω διατάξεις υπό των μικτών επιτροπών των προβλεπομένων εν άρθρω 11.

Αι περιουσίαι αι κείμεναι εις τα εδάφη τα υπαγόμενα εις την υποχρεωτικήν ανταλλαγήν, ανήκουσαι δε εις εκκλησιαστικά ή εις ευγή καθιδρύματα, κοινοτήτων εγκατεστημένων εις έδαφος μη υπαγόμενον εις την ανταλλαγή θέλουσιν ομοίως εκκαθαρισθή υπό τους αυτούς όρους.    

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 2

 

Ο πρόσφυγας Σάββας Φωτόπουλος αποκαλύπτει τις διαστάσεις του προβλήματος της προσφυγικής αποκατάστασης (Πηγή: Μαρτυρία του Σάββα Φωτόπουλου από την Ακκαγια της Κερασούντας, Αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Συλλογέας, Ελένη Γαζή, 6/7/1961, στο Προσφυγική Ελλάδα, Αθήνα 1992, σ. 9-12):

 

«Ο καημός όμως ήτανε να ΄χουμε ένα μικρό κτήμα δικό μας, ν΄αποκτήσουμε πάλι λίγη γη και να πούμε πως κάναμε πάλι χωριό δικό μας. Πες, πες, καταφέραμε και μας έστειλαν στην Ήπειρο, σ΄ένα χωριό κοντά στα σύνορα της Αλβανίας, την Πέρδικα ... Η Πέρδικα που πήγαμε, ήταν πιο πολύ τούρκικο χωριό κι ελάχιστοι χριστιανοί. Τετρακόσιοι Τούρκοι ήτανε, απ΄τους οποίους μόνο καμιά εκατοστή είχανε φύγει με την Ανταλλαγή. Οι άλλοι δηλώσανε πως είναι Τουρκαλβανοί και μείνανε.

Κι εκεί δεν μπορέσαμε να ριζώσουμε. Νοικιάζαμε χωράφια, δουλεύαμε στα τούρκικα, αλλά τίποτε δεν κάναμε.

Κι επιτέλους στα 1925 κατορθώσαμε και μας έστειλε το κράτος σ΄ ένα μέρος έξω από την Πρέβεζα. Εκεί μας έδωσαν στον καθένα ένα χωράφι και σπίτι να κάτσουμε. Το μέρος αυτό το έλεγαν Σινώπη, γιατί είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από τη Σινώπη του Πόντου. Εκεί αποκτήσαμε επιτέλους τη γη που θέλαμε. Δουλέψαμε σκληρά, παλέψαμε με το κρύο και με τη ζέστη και πάλι όμως δεν μπορέσαμε να ζήσουμε όπως νομίσαμε. Φτώχεια και δυστυχία ...»

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 3

 

Ο Αλ. Μυλωνάς, προοδευτικό στέλεχος της βενιζελικής παράταξης, υποστηρίζει σε άρθρο του σε εφημερίδα (Πηγή: άρθρο του Αλ. Μυλωνά στον Ελεύθερο Τύπο, φ. της 8/1/1922):

«Οι αγρόται, ευθύς ως αποκατασταθούν εις μικροϊδιοκτήτας, είνε αδύνατον να εγκολπωθούν τον κομμουνισμόν, διότι ο πόθος των να γίνουν κύριοι της γης που καλλιεργούν στέκεται άντικρυς εις την κομμουνιστικήν ιδεολογίαν».

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 4

 

Η Έλσα Κοντογιώργη, σύγχρονη ιστορικός, υποστηρίζει ότι δόθηκε προτεραιότητα στην αγροτική εγκατάσταση των προσφύγων, παρότι ο μεγαλύτερος αριθμός αυτών είχε αστική και όχι αγροτική προέλευση. Παρακάτω εξηγούνται οι λόγοι (Πηγή: Ελσα Κοντογιωργη, «Αγροτική εγκατάσταση», Περιοδικό Ιστορικά της εφημερίδας Ελευθεροτυπια, 30/8/2001, σ. 20):

 

«Τα κριτήρια με τα οποία τα κατά τόπους εποικιστικά γραφεία επέλεγαν το χώρο για την εγκατάσταση των προσφύγων ήταν οικονομικής και εθνικο – πολιτικής φύσεως, Η δημιουργία αγροτικών προσφυγικών οικισμών αποσκοπούσε στην κάλυψη του δημογραφικού κενού που είχαν δημιουργήσει οι απώλειες των πολέμων στους ενήλικους άνδρες – το πιο σημαντικό τμήμα του ενεργού πληθυσμού – και στη συνέχεια η αναχώρηση των μουσουλμάνων καλλιεργητών, κυρίως από τις καπνοπαραγωγικές περιοχές, ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχεια της αγροτικής παραγωγής και η είσπραξη των προσόδων. Κυρίως όμως επεδίωκε την επίτευξη εθνικής ομοιογένειας στις Νέες Χώρες, με τη δημογραφική ενίσχυση του ελληνικού πληθυσμού και τη διάσπαση και αραίωση των σλαβόφωνων κατοίκων, που ήταν εγκατεστημένοι στο βόρειο και μεθόριο τμήμα της Μακεδονίας, και τη δημιουργία προσφυγικών οικισμών στις παραμεθόριες περιοχές που θα κάλυπταν τις αμυντικές και στρατιωτικές ανάγκες της χώρας.

Μέχρι το 1928 δημιουργήθηκαν 2.085 αγροτικοί οικισμοί, στους οποίους εγκαταστάθηκαν 145.127 οικογένειες. Από αυτές, 87.084 εγκαταστάθηκαν από την ΕΑΠ σε 1.088 οικισμούς στη Μακεδονία, 41.828 σε 623 οικισμούς στη Θράκη και 4.962 σε 212 οικισμούς στην Κρήτη. Οι υπόλοιπες εγκαταστάθηκαν από την ΕΑΠ ή το κράτος σε διάφορες περιοχές της χώρας».

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 5

 

Οι πρόσφυγες αναγκάστηκαν να έρθουν στην Ελλάδα σύμφωνα με τη  Συνθήκη της Λωζάνης που όριζε ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Έφεραν μαζί τους στις νέες πατρίδες πολλές παραδόσεις (Πηγή: άρθρο στην «Εφημερίδα» της 17 Ιουνίου 1924):

 

«Εις την Ιεράν οδόν, πλησίον της Αγίας Τριάδος, ακούει κανείς μακρόθεν άσματα ανατολικά. Ακούει φωνών μετά πάθους, από των βαθυτάτων σπλάχνων τη συμφωνία μετά του λάρυγγος εξερχομένων:

Το πληγωμένο στήθος μου πονεί, μα δεν το

λέει

τ΄αχείλι μου κι αν τραγουδεί, μα η καρδιά μου

κλαίει.

Ιδού λοιπόν, παίζουσιν εκλεκτόν τεμάχιον κατά το διάσημον της Σμύρνης άλλοτε μουσικόν Μπινέταν. Ιδού τα δύο τοξάρια των δύο βιολίων συγχρόνως ανεβοκατεβαίνουν, το σαντούριον στενάζει υπό την ταχείαν και επανειλημμένην κρούσιν, το λαούτον αγωνίζεται και ενδόξως παρακολουθεί τας υψίστας και παθητικωτέρας φωνάς του πρώτου βιολίου.

Ο τούτο κρούων, καλείται Παναγός Βογιατζής, διακεκριμένος εκ Σμύρνης μουσικός, πολλάς ιδών πανηγύρεις και πολλών την ευθυμίαν μελετήσας, όλως δε αφοσιωμένος εις την τέχνην του. Άνευ του βιολίου του, είναι μηδέν. Αυτός και το βιολίον του αποτελούσι τον γνωστόν Παναγόν Βογιατζήν».

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 6

 

Οι πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα μπορούν να χωριστούν σε διάφορες κατηγορίες (Πηγή: Γιωργοσ Γιαννακοπουλοσ, υποδιευθυντής του Κέντρου Μικρασιατικών Μελετών, «Το προσφυγικό ζήτημα», Περιοδικό Ιστορικά της εφημερίδας Ελευθεροτυπια, 30/8/2001, σ. 14):

 

«Η διαδικασία αναχώρησης των ελληνικών πληθυσμών καθορίστηκε από τις διαφορετικές συνθήκες της ιστορικής τους ύπαρξης. Στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, περιοχή με συμπαγές και ακμάζον ελληνικό στοιχείο, ο αιματηρός διωγμός εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων κορυφώθηκε μετά την καταστροφή της Σμύρνης, το Σεπτέμβριο του 1922. Αντίθετα, στην Ανατολική Θράκη η παρουσία ελληνικών στρατευμάτων επέτρεψε την ειρηνική εκκένωση της περιοχής.

Οι ορθόδοξοι, τουρκόφωνοι, στην πλειονότητά τους, κάτοικοι της κεντρικής και νότιας Μικράς Ασίας αναχώρησαν οργανωμένα κάτω από την εποπτεία της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής από τον Οκτώβριο του 1923 έως το 1925. Στον Πόντο η έξοδος πήρε διαφορετική μορφή. Αν και οι παραλιακές περιοχές εκκενώθηκαν σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης της Ανταλλαγής, στις ορεινές περιοχές δημιουργήθηκε αντάρτικο κίνημα αντίστασης στη μοίρα του ξεριζωμού. Αρκετές κοινότητες, με την καθοδήγηση ένοπλών σωμάτων, έφυγαν προς τον Καύκασο ελπίζοντας στη σύντομη επιστροφή τους.

Ο τρόπος και ο χρόνος αναχώρησης καθόρισαν το σχηματισμό δύο κατηγοριών προσφύγων. Στην πρώτη εντάσσονται αυτοί που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα πριν από το 1922, οι κανονικά ανταλλαγέντες και οι κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι μπόρεσαν να διασώσουν την κινητή περιουσία τους ή μέρος αυτής, σε αντίθεση με το μεγάλο ποσοστό εκείνων που έχασαν τα πάντα με την καταστροφή. Πέρα από αυτό, μεταξύ του πολυάριθμου προσφυγικού πληθυσμού υπήρχαν οικονομικές και κοινωνικές διακρίσεις, πολιτιστικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες, οι οποίες, ως ένα βαθμό, αμβλύνονταν από την κοινή μοίρα του ξεριζωμού. Για τον αριθμό των προσφύγων δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία εκτός από εκείνα της απογραφής του 1928, στην οποία καταγράφονται 1.221.849 πρόσφυγες (περιλαμβάνονται 117.633 προερχόμενοι από τη Βουλγαρία, Καύκασο και αλλού) και διακρίνονται σε 673.025 αστούς και 578.824 αγρότες. Ο διαχωρισμός έγινε με βάση τον τρόπο αποκατάστασής τους στην Ελλάδα και σε καμιά περίπτωση δεν δηλώνει το προηγούμενο επάγγελμα ή τον τόπο κατοικίας τους. Οι γυναίκες και τα παιδιά αποτελούσαν το μεγαλύτερο τμήμα του προσφυγικού πληθυσμού, καθώς πολλοί άνδρες εξοντώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Αν υπολογίσουμε το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας λόγω των επιδημιών και των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και το γεγονός της αναχώρησης πολλών προσφύγων σε άλλες χώρες, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι σαφώς μεγαλύτερος πληθυσμός φυγάδων ζήτησε καταφύγιο στο ελληνικό κράτος. Η χώρα με πληθυσμό μόλις πέντε εκατομμύρια κατοίκους, με κλονισμένη οικονομία και αποδιοργανωμένη κρατική μηχανή, βρέθηκε αντιμέτωπη με τα τεράστια προβλήματα τα οποία συνεπαγόταν η άφιξη τόσων εξαθλιωμένων ανθρώπων.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 7

 

 Δήλωση του εκπροσώπου της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών το 1924 (Πηγή: F.O. 371/9890. Extract from Minutes of the 30th Session of the Council of the League of Nations, fifth meeting of Geneva, 13/9/1924, no 1281, Work of the Greek Refugee Settlement Commission, στο Ε. Κοντογιώργη, «Αγροτικές προσφυγικές εγκαταστάσεις στη Μακεδονία 1923-1930», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ. 9ος, Μικρασιατική Καταστροφή και Ελληνική Κοινωνία, Αθήνα 1992, σ. 54):

 

«Είμαστε αποφασισμένοι να διαθέσουμε το ποσόν του ενός εκατομμυρίου αγγλικών λιρών, το οποίο μας έχει χορηγηθεί ως τώρα για να αποδείξουμε πως αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να στεγαστούν και να εγκατασταθούν και πώς αυτή η τεράστια συμφορά μπορεί να μετατραπεί σε ευλογία Θεού και αφενός να καταστήσει τους πρόσφυγες οικονομικά αυτάρκεις, αφετέρου να συμβάλει στην αύξηση της αγροτικής παραγωγής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει και η Ελλάδα ένα κράτος αύταρκες, το οποίο ύστερα από λίγα χρόνια δεν θα εξαρτάται πια από τις εισαγωγές».

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 8

 

Eνίσχυση των προσφύγων

Aπόσπασμα εγκυκλίου της Eθνικής Tράπεζας της Eλλάδος με τίτλο Xορηγήσεις προς ομογενείς πρόσφυγας δυνάμει του νόμου 3142 και ημερομηνία έκδοσης 19 Σεπτεμβρίου 1924. Περιλαμβάνεται στο: Mαργαρίτα Δρίτσα, Bιομηχανία και Tράπεζες στην Eλλάδα του Mεσοπολέμου, Aθήνα 1990, σ. 549

 

[...] Δέον να λάβητε υπ' όψει σας, ότι θα υπάρξωσι Συν/σμοί θνησιγενείς, δημιουργηθέντες ουχί επί παραγωγικώ και συμφώνως τω πνεύματι του νόμου σκοπώ, αλλά προς εύκολον απόκτησιν και εκ προμελέτης σφετερισμόν κεφαλαίων, άτινα άλλως δεν θα καθίστατο δυνατόν να προσπορισθώσι τα κατ' ιδίων μέλη. Οι Συν/σμοί ούτοι, ως ευνόητον, δεν πρέπει να προστατευθώσιν, ουχί μόνον προς πρόληψιν ενδεχομένων ζημιών, αλλά κυρίως διότι θα δημιουργήσωσι κακόν προηγούμενον και δυσμενείς αντιλήψεις περί του δυνατού της ευδοκιμήσεως του θεσμού τούτου εν τη σημερινή κοινωνική συνθέσει του αστικού πληθυσμού.

Τους υγιείς μόνον οργανισμούς δέον να ενισχύσης υλικώς και ηθικώς καθοδηγούντες αυτούς προς προοδευτικήν επίτευξιν του αναληφθέντος έργου, καθόσον εκ των επιτυχών αποτελεσμάτων της εργασίας ταύτης θα εξαρτηθή και η εκ μέρους ημών ευρυτέρα ηθική και οικονομική ενίσχυσις του αστικού Συνεργατισμού, εκ της επιτυχούς εξελίξεως του οποίου ελπίζομεν ότι θα προκύψη ου μόνον βελτίωσις εις την γενικωτέραν οικονομίαν της χώρας αλλά και βαθμιαία επίλυσις διαφόρων εργατικών προβλημάτων, οχληρώς ήδη απασχολούντων την ημετέραν κοινωνίαν [...].