ΚΕΙΜΕΝΟ
1
Ένας δημοσιογράφος
περιγράφει μία σκηνή από τους δρόμους της Αθήνας κατά τα Νοεμβριανά (Πηγή: Χρ. Χουρμουζιοσ
Τα κατά
την 18ην και 19ην Νοεμβρίου 1916 και επέκεινα,
τυπ. Εσπερίας, Λονδίνο 1919, σ. 102):
Κάτι μεταξύ κυνηγών και Μπόερς πολεμιστών ωμοίαζον οι
εθελονταί οίτινες μη δυνηθέντες ή προλαβόντες να φορέσουν στολήν, εγύριζαν
περίπολοι με ρεπούμπλικαν, μάνλιχερ, ξιφολόγχην και φυσεκλίκια. Πολλοί από
αυτούς περιφερόμενοι με μόνιππα κατεσκόπευον τα υπερώα, ιδίως των υπόπτων
ξενοδοχείων και μπαμ! Έστελλον τας σφαίρας εις τους ελλοχεύοντας προδότας.
Κάποιος είπεν εις μίαν τοιαύτην περίπολον: «Για πουλιά πάτε, πατριώτες; -Τι
πουλιά μωρέ! Για αρκούδες … βουλγάρικες»!
ΚΕΙΜΕΝΟ 2
Περιγραφή της
πρώτης μέρας των κατά τα Νοεμβριανά (Πηγή: Χρ. Χουρμουζιοσ Τα κατά την 18ην και
19ην Νοεμβρίου 1916 και επέκεινα, τυπ. Εσπερίας, Λονδίνο 1919,
σ. 94):
Τα καταστήματα εκλείσθησαν, αι οδοί ηρημώθησαν, η
συγκοινωνία ενεκρώθη. Ο Βενιζελικός κόσμος ευρίσκετο υπό το κράτος εύλογου
τρόμου … δεν ήργησαν να σημειωθούν και αιματηρά επεισόδια … Η νυξ της αιματηράς
ημέρας διήλθε ζοφερά και βαρεία και πλήρης αγωνίας δι΄ολόκληρον τον φιλήσυχον
πληθυσμόν της πόλεως. Ήδη από των πρώτων εσπερινών ωρών πάσα κυκλοφορία ανά τας
οδούς είχε διακοπεί. Η κίνησις των τραμ ανεκόπη επίσης, διαταγή δε της
Κυβερνήσεως δεν ανήφθησαν και οι δημοτικοί φανοί.
ΚΕΙΜΕΝΟ 3
Περιγραφή των
διώξεων εναντίον των βενιζελικών κατά τα Νοεμβριανά (Πηγή: Χρ.
Χουρμουζιοσ Τα κατά την 18ην και
19ην Νοεμβρίου 1916 και επέκεινα, τυπ. Εσπερίας, Λονδίνο 1919, σ.
99):
Μεθ΄ εκάστην έκρηξιν πυροβολισμών των επιστράτων περίπολοι
σπεύδουσαι αποκλείουν την καθ΄ ης η απόπειρα οικίαν ή κατάστημα και
συλλαμβάνουν μεθ΄ ύβρεων και δεινών προπηλακισμών και κακοποιήσεων τους
εντρόμους Βενιζελικούς ενοίκους, οίτινες δέσμιοι ή συρόμενοι εν μέσω λογχών
οδηγούνται εις το Φρουραρχείον υπό το στίγμα ομοιομόρφου άπαντες κατηγορίας,
συνωμοσίας κατά του καθεστώτος και εσχάτης προδοσίας … Και είνε χαρακτηριστικόν
το επεισόδιον το οποίον αφηγείται η Εσπερινή
περί ενός εκ των συλληφθέντων τούτων, όστις απαγόμενος υπό της περιπόλου και
εκσυριττόμενος υπό του πλήθους διεμαρτύρετο προς το πλήθος, του οποίου εζήτει
να κινήσει την συμπάθειαν, ότι "αυτός δεν ήτο Βενιζελικός, αλλά μόνο
κλέπτης"!
ΚΕΙΜΕΝΟ 4
Περιγραφή των
διώξεων εναντίον των βενιζελικών κατά τα Νοεμβριανά (Πηγή: Χρ.
Χουρμουζιοσ Τα κατά την 18ην και
19ην Νοεμβρίου 1916 και επέκεινα, τυπ. Εσπερίας, Λονδίνο 1919,
σ. 115):
Παντού όπου εισήρχοντο οι άτακτοι και οι άλλοι οπλοφόροι της
Κυβερνήσεως, η εισβολή των χρησιμοποιείται προς διαρπαγήν και λαφυραγωγίαν. Οι
συλλαμβανόμενοι θεωρούνται ως προγεγραμμένοι, των οποίων η ζωή εξαρτάται
πράγματι μόνον εκ της καλής θελήσεως των αιχμαλωτιστών των. Η περιουσία των
θεωρείται ως περιουσία καταδίκων επιθανατίων, την οποίαν δύνανται να διαθέσουν
κατά βούλησιν οι "τίμιοι" άνθρωποι, οι αναλαβόντες το καθήκον να
μολύνουν τα όπλα των εις το αίμα των "προδοτών".
ΚΕΙΜΕΝΟ 5
Η Εντολοδόχος Επιτροπή του Πανελληνίου Συνδέσμου των
Συντεχνιών κάλεσε τον ελληνικό λαό στο Πεδίο του Άρεως για να συμμετάσχει στον
τελετουργικό αναθεματισμό του Βενιζέλου. Στην τελετή ο μητροπολίτης Αθηνών,
περιστοιχισμένος από την Ιερά Σύνοδο, έριξε τον πρώτο λίθο λέγοντας (Πηγή: Χρ. Χουρμουζιοσ
Τα κατά
την 18ην και 19ην Νοεμβρίου 1916 και επέκεινα,
Λονδίνο 1919, σ. 195)
"Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου συλλαμβάνοντος Αρχιερείς και
επιβουλευομένου Βασιλείαν και Πατρίδα ανάθεμα έστω".
ΚΕΙΜΕΝΟ 6
Λογοτεχνική
μαρτυρία: ο Δημοσθένης Βουτυράς στο διήγημά του "Μέρες τρόμου" (1932)
εστιάζει το θέμα του στα Νοεμβριανά και στη μάχη της Αθήνας μέσα από τη ζωή
μιας απλής οικογένειας. Ο νεαρός γιος απευθύνεται στον πατέρα του
Όλοι τα ίδια είνε. Καταχτητές! … Όσο διοικούν αυτοί, οι
μπεμπέδες, θα αιματοκυλιέται ο κόσμος! … Τι Κάιζερ, τι Τσάρος, τι Πρόεδρος!
Όλοι το ίδιο είνε μόνο τα ονόματα αλλάζουν! … Κ΄ έπειτα για να τα πούμε και
όπως τα θέλεις: Όταν παλεύουν άλογα βαρβάτα τι θέλει το πετειναράκι να μπει στη
μέση; (…) δεν το ξέρει κείνος, ο Βενιζέλος σου δα, πως ένα πάτημα από φιλικό
πόδι αλόγου, θα το συντρίψει; (…) Είμαι κατά των πολέμων, γιατί, το μικρότερο,
μόνο η Ειρήνη φέρνει την ευτυχία: ο πόλεμος, και νικηφόρος να ΄νε, τη φτώχεια
και την ατιμία! …
Χαρακτηριστικός
είναι και ο τρόπος που τελειώνει το διήγημα με το μονόλογο του νεαρού ήρωα:
Μελαγχολία όμως τώρα αισθάνθηκε να τον κυκλώνει.
-
Μα
γιατί λυπούμαι, είπε, γιατί λυπούμαι; Εμένα η πατρίδα μου και του κάθε καλού
ανθρώπου, που αισθάνεται, όχι την ψεύτικη ελευθεριά, που μέσα μας φυλακίζει το
κράτος και το έθνος, η πατρίδα είνε η κάθε γωνιά η ελεύθερη που ΄χει ανοιχτόν
ορίζοντα! Είνε το μέρος που μένουν πολίτες ελεύθεροι, τίμιοι και καλοί και το
κράτος δεν υπάρχει να στραγκαλίσει τη σκέψη και να ρουφήξει ιδρώτα και αίμα!
Λογοτεχνική
μαρτυρία: Το μυθιστόρημά του Κώστα Παρορίτη "Ο Κόκκινος Τράγος"
(1924) διαδραματίζεται από τα μέσα Νοεμβρίου 1916 ως τα μέσα της επόμενης
χρονιάς. Όταν ένας φοιτητής επισημαίνει ότι η τιμή της πατρίδας τού επιβάλλει
να αντισταθεί στους Γάλλους την παραμονή των Νοεμβριανών, ο ξυλουργός Λείψανος
του απαντά:
Άλλη είναι η πατρίδα η δική σου κι άλλη η πατρίδα του
πλούσιου. Αυτό είναι το σωστό, φτάνει μόνο να το σκεφτείς και μοναχός σου. (…)
Λοιπόν, απόχτησε πρώτα πατρίδα δική σου κι ύστερα βλέπουμε για την τιμή της.
ΚΕΙΜΕΝΟ 8
Λογοτεχνική
μαρτυρία: Ο Αντώνης Τραυλαντώνης στο μυθιστόρημά του Λεηλασία μιας ζωής (1934)
κάνει εκτεταμένη αναφορά στα Νοεμβριανά. Την ιστορία αφηγείται ένας νέος
δικαστικός, ο Αγγελής, ο οποίος στις αρχές του 1917 έφτασε στην Αθήνα
επιδιώκοντας προαγωγή:
Ήταν Γενάρης του 1917, δύο μήνες σχεδόν ύστερ΄ από κείνα τα
τρομερά Νοεμβριανά.
Ο κόσμος όλος άνω - κάτω. Το κράτος μας βρίσκονταν σε
διάλυση. Το μισό είχε υποδουλωθεί από τους Αντάντηδες, το άλλο μισό
αλληλοτρώγονταν και μέρα με την ημέρα κολοβώνονταν περισσότερο.
Ο Φουρνιέ, ο Γκυγεμέν, ο Ροκφέιγ, ο Έλλιοτ, ο Μποσδάρι, οι
Σενεγαλέζοι, κυριαρχούσαν στη ζωή και στην ψυχή όλων.
Λίγο πριν, είχε γίνει το ανάθεμα του Βενιζέλου, και ίσως να
βρίσκονταν ακόμα στην κορυφή του σωρού το αιματωμένο κεφάλι του αποκεφαλισμένου
ταύρου, που είχαν στήσει εκεί για να συμβολίζει την καρατόμηση.
Ο αποκλεισμός εστένευε, και από το Κερατσίνι στέλνονταν ή
περιμένονταν κάθε στιγμή τα τρομερά τελεσίγραφα.
Η πείνα δεν είχε ακόμα πάρει την απελπιστική έκταση και
ένταση που πήρε αργότερα, το ψωμί όμως ήταν μαύρο, ανακατωμένο με κριθάρι (το
χαρουπόψωμο βγήκε αργότερα), κι ο φωτισμός είχε ελαττωθεί τόσο, ώστε από τις
δέκα το βράδυ και η Ομόνοια ακόμα ήταν κατασκότεινη.